μετάμελος

μετάμελος
μετάμελος, -ον (ΑM)
αυτός που μετανοεί, μετανιωμένος («πόλις ταῑς διαδιδομέναις φήμαις μετάμελος οὖσα», Διόδ.)
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ μετάμελος
η μεταμέλεια, το μετάνιωμα («πολύ δὲ μείζων ἔτι τῆς στρατείας ὁ μετάμελος», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός < μεταμέλομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μετάμελος — repentance masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταμέλω — μετάμελος repentance masc nom/voc/acc dual μετάμελος repentance masc gen sg (doric aeolic) μεταμέλομαι feel repentance pres subj act 1st sg μεταμέλομαι feel repentance pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταμέλου — μετάμελος repentance masc gen sg μεταμέλομαι feel repentance pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) μεταμέλομαι feel repentance imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταμέλῳ — μετάμελος repentance masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετάμελοι — μετάμελος repentance masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετάμελον — μετάμελος repentance masc acc sg μεταμέλομαι feel repentance imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) μεταμέλομαι feel repentance imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μπαίνω — (Μ μπαίνω και μπαίννω και ἐμπαίνω και ἐμπαίννω) 1. εισέρχομαι («και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται», Γρυπ.) 2. (σχετικά με όχημα) επιβιβάζομαι («μπήκαν στο βαπόρι») 3. προσλαμβάνομαι σε υπηρεσία, διορίζομαι («μπήκε στην τράπεζα») 4.… …   Dictionary of Greek

  • υστεροβουλία — η / ὑστεροβουλία, ΝΑ νεοελλ. σκέψη ή ενέργεια που κρύβει ιδιοτέλεια αρχ. 1. σκέψη που γίνεται μετά την εκτέλεση μιας πράξης 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑστεροβουλία μετάνοια, μετάμελος, ἡ ἐσχάτη βουλή». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + βουλία (< βουλος <… …   Dictionary of Greek

  • ԶԵՂՋ — (զըղջի, իւ կամ ով.) NBH 1 0731 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 10c, 12c, 13c գ. ԶԵՂՋ μεταμέλος, μεταμελία, μετάνοια poenitentia, consilii mutatio, dolor գրի եւ ԶԻՂՋ. Ցաւ խղճի. ստրջացումն ʼի սրտէ. ապաշաւ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”